tan ed

tan ed

Ioánnis Ritsos

O vigia do farol

 

Ο Φαροφύλακας

για τον Γεράσιμο Σταύρου

Να μείνεις. Να μείνεις εδώ. Μια ησυχία, μια βαθιά ησυχία
σχεδόν μια ευτυχία, σαν νάληξε η μεταβλητότητα
ή σαν η θάλασσα νάχει αναλάβει και τη δική μας κίνηση
κ’ εμείς, απ’ το παράθυρο εδώ, μπορούμε να την παρακολουθούμε ακίνδυνα,
και κάπως μαγεμένοι μάλιστα απ’ όλα αυτά τα φευγαλέα υδάτινα σχήματα,
απ’ αυτές τις ανώδυνες κραυγές, τους αναίτιους θορύβους,
τα ετοιμόρροπα χρώματα, τ’ αντιφεγγίσματα, τις μεταπτώσεις,
αμέτοχοι, κολακευμένοι κιόλας απ’ τη γνώση μας
για το αμετάβλητο του νερού κάτω απ’ τις πολυθόρυβες,
τις απειλητικές χειρονομίες των ανέμων. Να μείνεις.

Σε λίγο θα διακρίνεις κάτω απ’ το τεμάχιο των ήχων
την ταπεινόφρονη, αδιαίρετη σιωπή. Θα την διακρίνεις
σα μιαν ευγένεια προς τον ίδιο τον εαυτό σου. Ιδίως την ώρα που βραδιάζει
κ’ η κάμαρα μυρίζει αρμύρα, κάπνα και πετρέλαιο –
(μια οξύτατη ευωδία από φύκια κι άνεμο και σπιτική ησυχία,
μαζί με τη ζεστή ανάσα τού καφέ και την απέραντη βραχνάδα τού ορίζοντα),
κείνη την ώρα σαν να βρίσκεσαι μέσα σε μια άνετη, στέρεη κοιλότητα
σκαμμένη σφαιρικά μέσα στο μάταιο θόρυβο,
και, πότε-πότε, απόναν κρότο πιο ισχυρό, μια εξαίσια ταλάντευση
σάμπως να σε σκουντάει στον ύπνο σου ένα χέρι αγαπημένο χωρίς να σε ξυπνήσει
δίνοντας σου ταυτόχρονα την αίσθηση της ηρεμίας τού ύπνου
και του χεριού τού αγαπημένου. Ναι, να μείνεις.

Εδώ είναι σα να βρίσκεσαι σε μια καινούργια κιβωτό όπου σύναξες
μνήμες και πράξεις και όνειρα, για να τα σώσεις
και να σωθείς κι εσύ μαζί τους, –δέντρα και φυτά κι αγαθά ζώα
και σπόρους λουλουδιών∙ μπορείς να φαντάζεσαι
την άνθηση τους σα μικρές εκρήξεις από χρώματα,
σα μικρά πολύτιμα ηφαίστεια– τα βλέπεις κιόλας να φωτίζουν με τα χρώματά τους
τα χέρια σου, τη σόμπα, τη ντουλάπα, το τραπέζι
και τα παπούτσια σου πάνω στη καρέκλα∙ κ’ έτσι φωτισμένα
τ’ άδεια σου χέρια, μοιάζουνε και πάλι σα γεμάτα.

Τότε το ξύλινο τραπέζι με το χοντρό στρατσόχαρτο
γίνεται ένα μεγάλο δάσος όπου τέσσερις νέοι ξυλοκόποι
κόβουν τα δέντρα για να φτιάξουν το τραπέζι∙ βλέπεις
κ’ ένα μικρό επιπλοποιείο όπου τέσσερις νέοι ξυλουργοί
σκυμμένοι με πολλή φροντίδα φτιάχνουν το τραπέζι. Εδώ θα τρώμε. Κάποτε,
την ώρα που βραδιάζει, οι σκιές ανεβαίνουν με μικρές
κυριαρχικές κινήσεις σαν αχινιοί, εντελώς
σαν αχινιοί, απ τα πόδια των επίπλων
ως τη ράχη της καρέκλας, ως επάνω σ αυτό το τραπέζι
ανάμεσα στα φλιτζανάκια, τα ποτήρια, το σταχτοδοχείο
κ’ υποχρεώνεσαι να δεις και να σωπάσεις∙ μα η σιωπή σου
είναι κιόλας μια ομολογία πως είδες, μια μαρτυρία
πως κρατάς κάποιο μυστικό ή πως κάτι δεν ξέρεις,
μια κατανόηση ανεπάρκειας που πέφτει μ’ έναν κούφιο θόρυβο
στο βασικό κενό σαν έναν αναμμένο αποτσίγαρο στη θάλασσα.

Κάποτε πάλι, τις νύχτες με φουρτούνα, τούτο το τραπέζι
καμπυλώνει τη ράχη του σαν ήμερος ελέφαντας
για να σε σεργιανίσει σ’ ένα παραμύθι. Μη νομίσεις
πως πρόκειται για λησμονιά και αδράνεια. Υπάρχουν κ’ εδώ πέρα
ένα σωρό δουλειές, καθήκοντα κ’ ευθύνες, όπως λένε.

Πρέπει νά μεταφέρούμε πετρέλαιο, νά καθαρίζουμε τή λάμπα,
νά καθαρίζουμε τό γυάλινο θάλαμο τού φάρου, νά τυλίγουμε
τό συρματόσκοινο σά νά κουρντίζομε ένα πελώριο ρολόϊ
πού θά σημαίνει τίς ώρες του μέσα στή θύελλα σάν καμπάνα. Βλέtrεις,
αι ό φάρος ειναι σάν καμπαναριό. Σάν άνέβεις τή σχάλα
θά τό δεϊς μόνος σον. Κι όταν άνάβεις τή λάμπα
είναιχ σά νά χτυπάς μιά καμπάνα. Και πρέπει ν’ αγρυπνάμε
μή σ,τχματήσει μιά στιγμή ή περιστροφή της. Κάθε φώς
έχει τόν ήχο του—καί τό ακούς χωρίς κάν νά τό βλέπεις, εστω αι άν κοιμάσαι.

Πάντα τή νύχτα αρχιζει ή εςονσία μας. Μες στό σκοτάδι,
μέ τή σιωπή ή μέ τή βοή ώχεανού χάτω άπ’ τά πόδια μας, θά νιώθουμε
χτισμένοι μές στό φάρο, ταυτισμένοι μαζί του,
έχοντας τό μαρμάρινο ύφος του ακλόνητο

μέ τίς πέτρινες ρίζες του χωμένες στό βράχο,
μέ τις ρίζες τού βράχου χωμένες στη γή,
μέ τις ρίζες τής γής μπηγμένες στή θάλασσα.

‘Ο φάρος, θαρρώ, είναι μιά ύστατη κατακόρυφη εύθεία τεταμένη
κ’ ευαίσθητη σάν τήν αίχμή τού άλεξικέραυνου. Τό υέτωπο τού φάρου χάνεται μές στον ουρανό. ‘O σφυγμός τού άπέραντου
άντιχτυπάει κάθε στιγμή στούς κροτάφούς τον, πότε
μέ τόν ήλεκτρισμό τής καταιγίδας, πότε μέ τόν ήρεμο
πυρετό μιας ανοιξιατικης νύχτας. “Αν αγγίξεις τούς τοίχούς
θά καταλάβεις, — όπως πιάνεις τά μελίγγια σου
γιά νά έντοπίσεις μιά σκέψη. Κ’ είναι σά νάχεις
τίς φλέβες σου απλωμένες έξω άπ’ τό σώμα σου,
διακλαδωμένες στον άέρα, σά γιά νά κατευθύνεις
ένα παράξενο άστρο, δύσκολο καί θετικό — όχι έχειν των μάγων.

Δέν πρόκειται, λοιπόν, γιά λησμονιά καί αδράνεια κάθε άλλο.
Θά μποροϋσες νά πείς μιά ύτεύθυνη ερήμωση, διαλεγμένη άπό σενα,
γιά νά υπάρζεις άχέριος μές στό άδειο. Δέν ξέρω.
“Οχι, μή μείνεις. Κούραση τό φώς τού φάρού,
άπιαστο, μακρινό, άνωφέλευτο. Μή μείνεις.

‘O ίδιος έγώ, πολλές φορές, γιά νά πιστέψω πώς υπάρχω, μεταφέ-ρομαι
άπ’ τήν ασάλευτη θέση μου, στήν πολυσάλευτη θέση
τού καραβιού, τού ταξιδιώτη, τού ναυαγισμένο,
νά δώ, άπό τήν άντίθετη μεριά, τή σημασία μου, μές μές νύχτα,
όταν γκρεμίζονται σέ μιά τελευταία αστραπή τά χαρτονένια σκηνικα μας
καί μένει ή ‘αδειανή σκηνή μέ τούς νεκρούς ηλεχτρολόγονς
κάτω άπό σκάλες σπασμένες καί σχοινιά κομμένα,
όταν βουλιάζουν τά καράβια, χ’ οί άνθρώποι κοιτούν αγριεμένοι
γυμνό τόν ώκεανύ, σάν τεράστιο μηδέν, μές στήν όργή τών στοι-χείων,
ζητώντας νά πιαστούν άπό κάποιο σανεδι,
γιατί, βέβαια, δέν μπορούν νά πιαστούν απ’ τις άκτίνες τού φάρου.

“Αχρηστος φάρος — τό πολύ νά φωτίσει τό ναυάγιο, δείχνοντς
πιό τρομερό τό στόμα τών κυμάτων. Κι όμως, τότε,

έγώ ζητούσα νά δυλλάβω τό δικό μου νόημα
μέ τή δική τους αίσθηση νά μεταφράσω μές στά μάτια τους
τό φώς τού φάρου, πού τά βράδια, έγώ τό άνάβω
καθοδηγητικδ ή παρηγορτικδ σαν μιά κραυγή στό σχοταόι:
«κρατήσον άκόμη — φτάνεις· — ποιός ν’ ακονσει
καί πώς νά κρατηθεί απδ λίγο φώς; “Οχι, μή μείνεις.

Καλύτερα στή θέση τού ναυαγισμένου, όχι τού φαροφύλακα
πού, έξω άπ’ τού κίνδυνο, έποπτεύει τό υεγαλειώδς τάχα θέαμα τής καταιγίδας,
κάποτε μαγεμένος κάποτε ύπερόπτης μάλιστα
πού τόδε καί τό φώτισε. Μή μεινεις. Καλύτερα
στή θέση έκείνου πού παλεύει μέ τό σώμα τού νερού. Ποιό νόηυα
νάχει ή έπιμονή πάνω άπ’ τόν κίδυνο γιά μιά άχρηστη βοήθεια,
ποιάν ύστεροβουλία νά κρύβει γι’ αύτόν πού τή δίνει,
γι’ αύτόν πού τή δέχεται (άν τή δέχεται), ποιά νέα σχέη,
ποιό νέο χωρισμό καί γιά τούς δύο έτοιμάζει;

Συχνά ξεγελιόμαστε μόνοι μας κάθε παραίτηοη:
ένα καινούργιο, κρυφό καταφύγιο γ΄ ή θελημένη μοναξιά μας:
μιά καθαρή άναμονή, ένα στοίχημα όπου παίζεις
όλη τή ζωή σου δίχως μάρτυρες κ΄ είσαι ό μόνος έσύ πού θά πληρωεις
ή μέ τήν πλήρη άρνησή σου ή καί μέ τήν ταπείωση
νά έπιστρέφεις σ’ αύτά πού εγκατέλειψες (γιά νά τά δοκιμάσεις τάχα)
κι αύτά μήτε σέ ζήτησαν μήτε δέ περιμέναν μήτε σέ θυμήθηκαν
μήτε κάν ένιωσαν πώς λείπεις κ’ έτσι
έμεινε όλόκληρη ή δοκιμασία δοκιμασία δική σου, μονάχα δική σου.

Θά πείς πώς μένει άκόμα ή θάλασσα. Μά, πάλι,
δέν μπορείς πάντα νά μιλάς της. Κάποτε,
κάτι γαλήνια δειλινά, πού περιδιάβαζα στά βράχια
κλωτσούσα τά φύκια ή τίς παράξενες ρίζες
κάποιων δέντρων πού ξέβρασε ή φουρτούνα
ή τίποτα κοχύλια χαί χρωματιστά γυαλιά, ψάχνοντας
γιά κάποιο άνθρώπινο ίχνος, γιά κάποιο κουρέλι άπο πουκάμισο
γιά κάποιο παπούτσι σκεβρωμένο άπ’ τ’ άλάτι άλάτι κι όλόγυρα
άκουγόταν βουβός ό παλμός τού δειλινου σάν ή μοναδική πραγματικότητα.

“Άλλοτε πάλι,τίς νύχτες, σάν άναβα τή λάμπα,
στεκόμουν στόν έξώστη καί περίμενα ένα πλοίο,
όχι νά δεί, νά συνεχίσει τήν πορεία του, ένα πλοίο
νά πλέει πρός τά έδώ ν΄ άράξει έδώ κι όχι γιά ν’ άποφύγει
κάποιο μεγάλο κίνδυνο μά μέ καθάριο
προορισμό από έδώ και ν’ άκούσω νά ριχνει
τήν άγκυρα του, σά ν’ άνοίγει μιά πόρτα άπό καιρό κλεισμένη,
ότου μένα ειμουν κλεισμένος έγώ και δέν ήξερα
πώς θ’ άκουγα τό τρίξιμο τής πόρτας δέν ήξερα
ποιά στά στάση θάπαιρναν τά χέρια μου, τό πρόσωτό μου.

Φαντάζομουν κιόλας τά κατάρτια τού πλοίου ίσοζυγιασμένα υέ τό φάρο.
τούς έπιβάτες υέ τίς βαλίτσες τους νά πηδάνε σέ τούτα τά βράχια
τήν όμιλία τους στραμμένη κατευθείαν σέ μένα, ίοη μέ μένα —
όχι καθόλου ή ευχαριστία , ούτε, προπάντων,
εύγνωμοσύνη, μέ τήν ξένη έκείνη τροφορά της,
μέ τήν ξένη διάχυση για τή σωτηρία τού έαυτού μας όχι.

Περίυενα, λοιπόν, νά ξεχωρίσω μές οτό θόρυβο τής θάλασσας,
μια άνθρώπινη φωνή, ένα γνέψιου, ένα κάτι,
μια έλάχιστη αναγνώριση τής μοναξιάς μας καί τής αντοχής μας
γιά νά’ άντέξουμετάλι σέ διπλή μοναξιά και παραγνώριση. Τότε
κι ό ίσκιος τού γλάρον τού έτεφτε στό πάτωμα άπό τούτο τό παράθυρο
είταν μιά παλάμη, υιά κομμένη παλάμη
ένός χεριού πού ετοιμαζόμουνα νά σφίξω.

Πάντα κουράζεται κανείς άπ’ τή μεγάλη σιωπή ή άπ’ τό μεγάλο θόρυβο,
άπ’ τίς μακριές σκιές πού σχεδιάζονται στό έρημο πέλαγος,
άπ’ τίς χειρονομίες τών πορβολέων πάνω στά κύματα
ή πάνω οτά σύννεφα, κατάομοια μέ άρχαίους θιάσους
όλο γενειοφόρα προσωπεία, κοθόρνους καί μεγάλα οκήπτρα. Κουράζεσαι.

Μέσα σέ τέτοιο διάκοσμο, τό φώς τού φάρου, αναπότρεπτα,
έπαιρνε κάτι τό άλαζονικό γι’ αύτό κιόλας πάσκιζα
νά τό άλλάξω σ’ ένα ήμερο φώς κοινότατης λάμπας
πίσω άπό τζάμια φτωχικού σπιτιού, (λέω θά τό πρόσεξες έρχόσουν) —

ένα φώς πού φωτίζει μαλακά δυό σκαλοπάτια, ένα όλόγυμνο δέντρο,
ένα άυγό γλάρου μές στή φούχτα τής νύχτας
ή ένα ψάρι μικρό πούχει χάσει τό δρόμο του. Αύτό προσπαθούσα.

Αέ λέω, — έτούτη ή άλλαγή μπορεί και νά γινότανε, μή και τρομάξουν
οί ταξιδιώτες, μή καί θαμπωθούν, μή και κλείδουν τά μάτια τους
καί δέ μέ δούν — κ’ ίσως κ΄ έγώ νά μής τούς δώ, — ποιός ξέρει; —
“Εχει κ’ μοναξιά τίς πονηριές της. Πάντα περίμενα — σού τόπα —
ν΄ άκούσω τον ήχο μιάς βαλίτσας ν’ άνοίγει
καί ν’ άπευθύνεται προσωπικά σέ μένανε. Μπορεί καί νά θυμόταν κάποιος νά μού φέρει
δυό — τρία μαντήλια (όπως άπόψε έσύ), κάνα πουκάμισο
ή μιά τσατσάρα — τή φαντάζομαι κιόλας σάν ένα έλάχιστο κιγκλίδωμα
σ’ ένα παιδιάστικο έξοχικο περιβόλι — νάι, μιά τσατσάρα.

Καθένας έχει άνάγκη νά πλυθεί, νά χτενιστεί καί, κάποτε
νά κοιταχτεί σ’ ένα μικρό καθρεφτάκι τής τσέπης ή στά μάτια
κάποιου γνωστού. Γιατί, βλέπεις, καθένας κουράζεται,
καθένας μας συχνά στοχάζεται τή μοναξιά του,
άχρηστο καί τό φώς του, μια κι αύτό άποκρύβει έκείνον πού τό δίνει.

Καθένας μας, λοιπόν, προσμένει έστω καί κάτι έλάχιοτο,
μιά τσατσάρα, όπως σούλεγα, γιά νά χτενίσει τά μαλλιά του
όσο είναι ά κόμη μαύρα ή κι όταν άσπρίσουν, —
κι ούτε μπορεί το φωτοστεφανο πού φορέσαμε
όσο λαμπρό κι άν έιναι ν’ άντικαταστήσει τά μαλλιά του
άλλωστε καί τό φωτοστέφανο θαρρώ παρρώ πώς έχει πότε-πότε άνάγκη νά χτενίζεται
(αύτό προπάντων) γιατί άλλιώς οί άχτίνες του
άγριεύουν σάν άγκάθια πρός τά μέσά καί πρός τά έξω
κι ούτε μπορέις πια νά τό άγγίξεις ούτε καί νά τό φορέσεις.

‘Εδώ, τά ξημερώματα, τό φώς είναι μιά ύπόσχεση
θαμπή καί άόριστη — μά πάντα μιά ύπόσχεση. Περίμενα, λοιπόν,
έναν δικό (ποιόν δικό 😉 ταξιδιώτη
ή κάποιον ναυαγό κ’ έτοίμαζα νερό στό τζάκι
γιά νά τόv πγύνω υέ τά ίδια μου τά χέρια. Κάποτε, μάλιστα,
έφτασα νά προσμένω έστω καί κάποιον πνιγμένο

γιά νά τόv άγαπήσω, νά τόν κλάψω, νά τόν θάψω
έδώ κοντά μου. Καί μούτυχε άκόμη
νά έτοιμάζω μιά όμιλία μέ θάνατο
άπλή καί φιλική — μ’ έναν συγκεκριμένο θάνατο.

‘Οχι, μή μείνεις, καλέ μον. Δέ λέω γιά τίς μεγάλες θύελλες
πού σού χτυπούν μέ τίς γροθιές τους τά παράθυρα
καί πού άξιώνουν τήν παράδοσή σου. Τότε,
δέν είναι τόσο δύσκολο — είναι ό φόβος κ’ ή άντίσταση,
άκόμη καί τό πείσμα. Λέω γιά τίς άλλες τίς κρυστάλλινες
νύχτες τής διαφάνειας ή τού καλοκαιριού τότε πού άκούγεται εύδιάκριτα
τό μακρινό καμπάνισμα τής διαφάνειας
τότε πού γυάλινα καράβία πλέουν υέσα οτά φώτα τους
κάτω άπό τ’ άνεξήγητο άναφυλλητό τώ άστρων.

Τότε πού κ’ ή πιό έλάχιστη πνοή στό μέτωπό σου
άπ τό φτερό ένός έντόμου, είναι ένα άνέκκλητο πρόσταγμα
νά ύπάρξεις μ’ έναν άλλο, μέσα σ’ έναν άλλο
κι ούτε χωράει άναβολή κάτω άπ’ τό έξαίσιο φεγγαρόφωτο
πούναι ή άκέρια άναβολή. Γι’ αύτό σού λέω —
δύσκολο νά μπαλώνεις μόνος σου τίς κάλτσες σος, δύσκολο νά μπαλώνεις
τόνα σου μέ τ’ άλλο, τόνα σου μάτι υέ τ’ άλλο,
τόν ένα χτύπο τού ρολογιού μέ τόν άλλο,
τόν ένα ήχο άπ’ τόνα κύμα μέ τόν άλλο άπ τ’ άλλο κύμα.

Σάν άνεβαίνεις μονάχος τή στριφτή μέσα σκάλα
μέ τά μικρά στενόμακρα παράθυρα πού βλέπουν
πρώτα στή θάλασσα, ύστερα στόν ούρανό, ζαλίζεσαι
κάπως θαρρρείς πώς ποτέ δέ θά τελειώσει
ή σκάλα, σά ν’ άνεβαινεις σκοτεινά,
σχοτεινά μές στά ίδια σου τά σπλάχνα, σά νά τυλίγεσαι
γύρω στόν έαυτό σου, μές στόν έαυτό σου,
σά νά συστρέφεσαι μονάχος μέσα στό άγνωστο
καί λίγο-λίγο νά ξεφεύγεις άπ’ τή γήίνή έλξη — ζαλίζεσαι.

‘Ετούτη ή σκάλα είναι ένα πέτρινο τρυπάνι στρίβει άτέλειωτα
άνοίγοντας μιά σπή στό κενό. Κι όταν φτάνεις έπάνω στον έξώστη,
ή δύναμη τής έ λξης πρός τά κάτω είναι ίση μέ το ύψος άνέβηες. Τότε,
δέν πρέπει κιά νά κοιτάς ούτε κάτω ούτε κάτω
παρά μόνον κατευθείαν μπροστά,στη θέση τών ματιών σου,
κ’ ειναι τότε τά μάτια σου σά δο πλατιά, άνοιχτα, φτερα πού σέ κρατάνε
άνάμεσα γής κι ούρανού σέ μιάν άσάλευτη, βαθειά κι όλότρεμην ίσορροπία

Είναι όμορφα κάτι τέτοια άπογεύματα — σέ κείνο άκριβώς τό σημείο
πού μοιάζει σά νά σμίγει ή άκινησία μέ τήν κίνηση,
ή έλαφρότητα μέ τή βαρύτητα — συχνά τό πετυχαίνουν οί γλάροι — τό πρόσεξες
καί τότε ό γλάρος είναι μια παλάμη πού σκεπάζει τό άδειο,
ή σα μικρο μετέωρο μιάς νικης
άκατανόητης κι άσκοπης, πού συγκεντρώει οτή λευκότητά της
όλο τό φώς τής νύχτας πού΄ξρχεται και τής υέρας πού φεύγει.

Κείνες τίς ώρες, τό σώμα σου άφημένο μές στή δύναμή του
καί στή βαθειά του κούραση ταυτόχρονα, σού άνήκει άκέριο.
Μά, λίγο-λίγο, νιώθεις τής καρδια σου νά βαραίνει, οάν τό μεγάλο βαρίδι αύτού τού
φάρου δεμένο στό στό συρμάτινο οκοινί, νά χαμηλώνει
έπίσημα, αύστηρά, βουβά κι άργόπρεπα,
μ’ αύτη τήν άίσθηση τού ύψους καί τής πτώσης
πού έξασφαλίζει τήν περιστροφή τής λάμψης, πάνω άπό σένα,
άπό μιά μυοτική άναγκαιότητα τής σκοτεινής δικής σου καταβύθισης.

Τότε ή όσμή τού πετρελαίου θαρρείς πώς σμίγει μ’ ένα άρωμα ούράνιο
τό φέγγος τής θάλασσας πλέει στό δωμάτιο ή θάλασσα
άνεβαίνει πιό πάνω άπ τή σιωπή, πάνω άπ τόν ύπνο καί τό φύλο σου
μένει σάν τό μοναδικό κατά ρτι πάνω άπό μιάν άόριστη πλημμύρα.

“Α, ναι, είναι όμορφα. Μπορείς, λοιπόν, νά μείνεις.
‘Ο ήχος τού νερού μές στίς σπηλιές τών βράχων
είναι ένα εύχαριστώ δικό σου πού έπαναλαμβάνεται γιά όλους καί γιά όλα
είναι ένα εύχαριστώ γιά σένα πού όλοι κι όλα τό έπαναλαμβάνουν. Ετόν άέρα
ξεχύνεται ένα άτέλειωτο κουδούνισμα, σά νά περνάνε μές στή νύχτα
μεγάλα φορτηγά αύτοκίνητα πού κουβαλάνε

χιλιάδες μπουκάλια λεμονάδες γιά κάτι άπόμερα κεντράκια
κάπον κάτω άπ’ τά δέντρα, όπου φιλιούνται
νεαρά ζευγάρια πίσω άπό τά λαμπερά, μεγάλα, όλόδροσα ποτήρια.

Μά, κάποτε, πού πέφτει ή νύχτα, κ’ είναι ή ώρα
ν’ άνέβεις πάλι ν άνάψεις τή λάμπα τού φάρου, μιά κούραση
σού δενει τά μέλη — νά μείνεις άσάλευτος
σάν μέσα σέ πηγάδι, βουλιαγμένος άκέρισς στό σκοτάδι, αόρατος, δίχως
νά δίνεις τά σημάδι σου στόν κόσμο, αδιάφορος
γιά τά καράβια πού περνούν, γιά τούς κινδύνους τούς, νιώθοντας
νά σέ σκεπάζουν τ’ άλλεπάλληλα στρώματα τών ίσκιων
μές σέ μια νάρκη, πού σέ λίγο γίνεται μέθη, καί τό οκοτάδι άραιωνει,
κ’ έδώ σπιθίζει ένα ύδρόβιο άστέρι
κ’ έχεί πηδάει άστράφτοντας ένα δελφίνι
κ’ ένα όλάκερο γυάλινο δασος τρέμει άπο τό σπιθοβόλημα τής φυλλωσιάς του.

Μιά σιωπηλή μουσική, ένας άσάλευτος στρόβιλος — ή καρέκλα όπου κάθεσαι
είναι ένα σύννεφο έτούτο τό τραπέζι κυματίζει άδέσποτο σά νάναι
μιά όρμή τραπεζιού άπραγματοποίητη κι όλα έτοιμάζονται
νά γεννηθούν μέσα σέ μιά διοταχτική εύτυχία,
μές σ’ ένα φόβο έρωτικό μή διαψευστούν άπό τό οχήμα τους καί τ’ όνομά τους.

Μιά στάμνα πλάθεται, ξεπλάθεται σά ρευστό φώς, δοκιμάζοντας
τόν έαυτό της, μήν άποφασίζοντας άκόμη νά ύπάρξει,
κι άκούς τόν ήμικυκλικό χορό τής λαβής της
νά καμπυλώνεται πότε περσότερο, πότε λιγότερο
νά έγγίζει μιά στιγμή τό σώμα τής στάμνας, ν’ άπομακρύνεται πάλι
άνεξάρτητη, κοιτάζοντας άλλού, ύπονοώντας άλλο,
πλέοντας μές στή μέθη τής εύλυγισίας της
σά φτερωτό έρπετό, σάν αύτοδύναμο άνθος άπό ρόδινο άσήμι.

Κι όλα προσμένουν μένα οτήν ώραία ταλάντευσή τους
ν’ άναλάβεις έσύ τήν εύθύνη τους καί νά τά πράξεις,
νά τούς δώσεις τό νόημά τους, τή μορφή τους,
νά τά τοποθετήσεις καί νά τά όνομάσεις. Μά έσύ
άργοπορέις, μαγεμένος άπ’ τ’ άόριστο κι άνώφελο. Τότε,
τής ώρα άκριβώς τής τελευταίας λησμοσύνης, τήν ώρα

πού πρέτει ν’ άνάψεις τό φάρο, άντηχεί τό τρομερό κουδουνισμα
σάν ξυπνητήρι εύστοχο κι άκριβές μέσα στόν ύπνο σου, πού κόβει τόν ύπνο,
σάν τό σπασμό στόν έρωτα, πού κόβει τόν έρωτα. Τινάζεσαι —
κ’ οί άχτίνες τής λάμπας πού πρόκειται ν’ άνάψεις
έχουν κιόλας δεβεί σά σκοινιά στο λαιμό σου, στα χέρια σου
καί σέ τραβούν πρός τά πάνω , πρός τά έξω. Μέ τό φώς πού άνάβεις
γιά νά δούν τά καράβια, βλέπεις καί ό ίδιος,
βλέπεις τά καράβια πού βλέπουν τή λάμπα σου,
βλέπεις τά χέρια σου χρυσά, θαυματουργα καί χρήσιμα.

Κ’ έτοι πού ότέκεις, κάποτε, καταμεσής τού γυάλινου θαλάμου,
δίπλα στή λάμπα, φωτισένος όλος άπ’ τή λάμπα πού άναψες
θαρρείς πώς είσαι ή ίδια ή φλόγα της, πού ποτέ της δέ σώνεται.
Συχνά τυχαίνουν κάτι τέτοιες παραισθήσεις — μπορεί νάναι
άπ’ τή μεγάλη μοναξιά μπορεί κι άπ τή βοή τής θάλασσας
πού σέ ζαλίζει σά νά σπάσανε μεμιάς οί σωλήνες τής ύδρευσης
καί στήν άρχή δοκιμάζεις νά διορθώσωεις κάποιον
μά τό νερό πιδακίζει άπ’ όλες τίς μεριές, πλημμυρίζει τό οπίτι
κ’ έσυ τά παρατάς οτό τέλος, κρατώντας μιά τανάλια στό χέρι σου
σάν καποιος πού κρατάει ένα σπασμένο τιμόνι σ΄ ένα άόρατο καράβι.

Μπορεί ολα τούτα νά συμβαίνουν πάλι άπ’ τήν πολλήν άγρύπνια
γιατί γιά νάσαι στήν ώρα σου στή δουλειά σου, στή βάρδια σου
πάντα φαντάζεσαι πώς κάποιοι κινδυνεύουν καί πρέπει νά τούς σώσεις
ή πώς έσύ κινδυνεύεις καί πρέπει νά σωθείς. Κι άλήθεια,
μή τάχατε δέν κινδυνεύουμε όλοι μας, κάθε στιγμή; Γί αύτό σού λέω — παραισθήσεις.
Κι όμως θαρρώ πώς, κ’ έτσι, αυτό πού φτιάχνουμε, κάτι σημαίνει,
τραβάει πιό πέρα άπό μάς, προπορεύεται, όδεύει
σάν άσχετο άπο μάς, καί ουχνά μάς κρατάει άπ τό χερι
όπως κρατάει ένας εύρωστος έφηβος τό γέροντα τυφλό πατέρα του
κ’ έχείνος προχωρεί, χαμογελώντας ήσυχα, πιό πέρα άπ’ τυφλότητά του.

Ναί, παραισθήσεις, όπως σούλεγα — ποιόν τάχα νά σώσεις;
πώς τάχα νά σωθείς καί ό ίδιος; Καθένας τραβάει
τό δικό του τό δρόμο δέ βλέπει πού τού γνέφεις δέ βλέπουμε. ‘Η λάμπα μας
ένα μάταιο άστέρι, — πόσο μάταιο. Μόλις ό άλλος στρίψει
τή δική του γωνιά, τό άστέρι πιά δέ φαίνεται ξεχάστηκε κιόλας.

“Ισως γι’ αύτό διαλέγουμε πάντοτε νά φωτίσουμε δρόμους
χωρίς στροφές καί γωνιές — δρόμους πλατύτατους,
σάν είναι νά φωτίσουμε πολυδαίδαλους δρόμους, κρεμάμε
πολύ ψηλά τή λάμπα μας, σ΄ ένα μεγάλο, σ’ ένα φάρο,
γιά νά φωτίζει πάνω άπ’ όλες τίς γωνιές, πάνω άπ’ τά κύματα, ώς έκει
πού καμπυλωνει ή θάλασσα τό γόνατό της δρασκελώντας τόν όρίζοντα.

Γιατί παραισθήσεις, λοιπόν ; “Αλλος φάρος πιό πέρα θ’ αναλάβει
σέ λίγο τά καράβια. ‘Η λάμπα ύπάρχει, κ’ έμείς ύπάρχουμε. Κ’ είμαστε έμείς
πού φτιάχνουμε τή λάμπα έμείς πού τής άνάβουμε
καταμεσής στή νύχτα. Καί μπορούμε νά πούμε πώς έμείς
είμαστε ή φλόγα τής λάμπας — έστω ή άνώνυμη φλόγα τί σημασία
άν δέ γνωρίζουν ποιός τήν άναψε ; — τί σημασία
άν μάς θυμούνται ή όχι ; Πάντως τά καράβια
μέ τό διχο μας άστρο προσανατολίζονται άρμενίζουν
γιά τής “Υδρα, τή Σάμο, τόν Πειραιά, τή Μονοβάσια, τά κύθηρα.
Δέ φτάνει τάχατε νά ξέρουμε πώς έφτασαν ή πώς θά φτάσουμ ;

Πολλές φορές, φαντάζομαι τά χέρια τών ταξιδιωτών φωτισμένα
άπ’ τή δική μου λάμπα, έτσι κάπως σά νάναι χρυσωμένα
άπ’ τό χνώτο μιάς μακρινής φιλίας. Φαντάζομαι άκόμη
(όταν πηδούν στήν άποβάθρα, κ’ οί δικοί τους τούς σφίγγουν τά χέρια) πώς κάποιοι
άγνωστοι φίλοι σφίγγουν τά δικά μου χέρια κι άκόμη
τώς οί μικρές κλειδαριές στίς βαλίτσες τους έχουν κρατήσει
τό φώς αύτού τού φάρου σάν έλάχιστα είκονίσματα
όμορφα φλωροκαπνισμένα άπ’ τή δική μου φροντίδα κι άγρύπνια.

Πάντα, λοιπόν, ύπάρχει τρόπος κάτι νά δώσουμε
κ’ ίσως νά μείνουμε κ΄ έμείς μ’ αύτό πού δίνουμε. “Ενα χρώμα
θά ύπάρχει σέ κάθε πρωίνό νά ταιριάζει στό βλέμμα μας. Κ’ ήθελα
αύτό νά έννοήσω καί νά πώ καί νά ύπογράψω
σάν ένά γράμμα μέ άνοιχτή χρονολογία γιά όποιον παραλήπτη.

Τώρα μπορώ νά σωπάσω ξανά καί ν’ άνάψω τή λάμπα μας.
Περίμενέ με. Δυό λεπτά. Δέ θ’ άργήσω. Περίμενε.

Διμηνιο, Δεκέμβοης, 1958

 

 

O vigia do farol

para Gerasimos Stavrou

Não partas. Permanece. Nesta quietude profunda
há um silêncio, quase uma felicidade, como se aqui nada
nunca mudasse ou como se nós e o mar nos movêssemos
juntos enquanto contemplamos a salvo desta janela,
quase encantados, todas as formas fugazes da água,
com esses trinos relaxantes e esses ruídos sem motivo,
as cores instáveis, as reverberações, as transformações repentinas,
passivas, surgindo em sintonia com o nosso conhecimento
do mar imutável sob as rajadas ensurdecedoras
e ameaçadoras dos ventos. Não partas.

Daqui a pouco, na fragmentação dos rumores,
ouvirás o discreto, indivisível silêncio. Parecerá
uma cortesia feita especialmente para ti. Sobretudo ao entardecer
quando o quarto cheira a maresia, óleo e fumaça
(um forte ranço de algas, vento e paz doméstica
com o hálito do café e a rouquidão do horizonte),
sentes que estás em uma cômoda, sólida, cavidade
escavada no inútil marulho e, de tanto em tanto, depois
de um estrondo mais forte, percebes uma hesitação
como quem sendo ninado adormece
sem perder a sensação da mão amada. Sim, permanece.

Aqui é como estar em uma nova arca onde reunisses
teus atos, lembranças e sonhos para conservá-los
e, com eles, conservar-te -árvores e plantas
e animais inocentes e sementes de flores- podes
imaginar a floração, as pequenas explosões de tons,
os minúsculos vulcões preciosos; os vejo já
a iluminar com suas cores as tuas mãos, a estufa, o armário,
a mesa e os sapatos embaixo da cadeira;
de modo que assim, na claridade,
o que está vazio parece cheio novamente.

Então, a mesa com a toalha de cartão de embrulho
se torna um bosque onde quatro jovens lenhadores
serram troncos, vês também uma modesta
marcenaria onde quatro jovens carpinteiros
aplainam com esmero o tabuão onde comemos. Às vezes,
ao poente, a sombra sobe pelas patas dos móveis,
pelo espaldar das cadeiras, e avança entre os copos,
as taças e o cinzeiro em mínimos
e decididos movimentos de ouriços-do-mar.
Te vês obrigado a calar e teu silêncio
é já uma confissão do que viste, um testemunho
de algo mantido em segredo ou mesmo ignorado,
a compreensão de uma insuficiência que some
em um mergulho oco no vazio essencial
como uma guimba acesa caindo no mar.

Outras vezes, em noites tormentosas, esta mesa balança as costas
como um elefante manso passeando em um conto de fadas.
Mas não penses que aqui se vive somente no limbo,
em letargia. Há também compromissos, deveres
e responsabilidades, como se costuma dizer.

Devemos transportar óleo, limpar a lâmpada
e a lanterna de vidro do farol, enrolar o cabo de aço
como se déssemos corda em um relógio enorme
que vai tocar as horas na borrasca como um badalo. Sim,
o farol é um campanário. Se sobes a escada
podes ver por ti mesmo. E quando acendes a lâmpada
é como se ressoasse um sino. É preciso vigiar que a rotação
não pare nem por um momento. Cada luz tem um timbre
ouvido mesmo sem ser visto, até quando dormes.

Nosso domínio sempre começa à noite. Desde dentro
dos muros do farol, no silêncio ou no barulho das ondas lá embaixo
nos sentimos ao mesmo tempo parte da escuridão
e parte da sólida altura marmórea

com as raízes de pedra sepultadas na rocha
com as raízes da rocha fundas na terra
com as raízes da terra mergulhadas no mar.

O farol, me atrevo a dizer, é uma última linha vertical,
tesa e sensível como a ponta de um para-raio. Vista de frente,
a torre some no céu. Se tocas seu muro
sentirás a cada segundo -como quando tocas
as têmporas em busca de um pensamento-
o pulso do infinito latejando
na febre calma de uma noite de primavera
ou na eletricidade de um temporal. E é como se
tuas veias fora do corpo ramificassem no ar
para guiar uma estranha estrela,
instável e propícia, não a dos Magos.

Não é, portanto, questão de viver no limbo, em letargia.
Muito pelo contrário. É antes uma desolação calculada,
criada por ti, que te faz íntegro no vazio.
Não sei. Não fique. A luz do farol é esquiva,
longínqua, inútil. Melhor partir.

Eu mesmo, muitas vezes, apenas para sentir que existo
vou do meu lugar imóvel ao navio passando,
ao viajante, ao náufrago para olhar minha insignificância
desde o outro lado, do meio da noite, quando
em um último relâmpago colapsam as cenografias de cartão
e resta apenas a cena vazia com os eletricistas afogados
debaixo de escadas quebradas, cordas flutuando
e um navio que afunda enquanto os homens olham no mar
o zero imenso sob a violência dos elementos
à procura de uma tábua boiando porque, evidentemente,
ninguém se salva agarrado ao feixe de um farol.

Farol inútil -mal ilumina o naufrágio, quando muito
torna mais temíveis as mandíbulas das ondas.

Eu tentava entender a minha importância
e o significado da luz que de noite acendo
refletida nos olhos dos náufragos como um rumo
ou um consolo. Um grito na escuridão: -resiste ainda,
já chegarás! Mas, quem ouve o grito, quem é salvo
por um feixe de luz? Não, o melhor é partir.

Preferível o lugar do náufrago que o do vigia a salvo dos perigos
e observando o imponente espetáculo da tempestade
com fascínio ou até mesmo com arrogância
por ser quem o ilumina. Sim, parte! Antes
ser quem luta com a massa da água.
Que sentido há em insistir neste auxílio inútil?
Que outra intenção separa quem oferece ajuda
de quem a aceita (se a aceita), qual
nova relação ambos estabelecem?

Às vezes, nos enganamos sozinhos. Fazemos
de cada renúncia um outro refúgio íntimo
e a solidão é uma espera voluntária
em que apostas tua vida sem testemunhas. Pagas
com a humilhação de voltar às coisas abandonadas
(para experimentá-las de imediato). As coisas
não perguntam por ti, não te esperam
nem recordam, sequer sentem a tua ausência.
O risco, portanto, é teu, todo teu.

Dirás que resta o mar. Mas, insisto,
não se pode sempre falar com o mar. Às vezes,
durante certos poentes serenos eu vagava entre os escolhos
pisando em algas ou nas estranhas raízes
de uma árvore rejeitada pelo vendaval ou em certas conchas
e vidros coloridos, buscando rastros humanos,
um trapo de camisa ou algum sapato corroído pelo sal
enquanto ao redor se ouvia apenas
o mudo pulsar do crepúsculo como única realidade.

Outras vezes ainda, ao acender a lâmpada,
eu permanecia no terraço não para acompanhar
a rota dos navegantes, mas para esperar
um barco que aportasse aqui.
Esperava ouvir o baque da âncora
para abrir uma porta há muito tempo fechada,
uma porta atrás da qual, ao escutar o rangido
das dobradiças, eu estivesse sem saber
que gestos fariam as minhas mãos,
que expressão teria o meu rosto.

Imaginava o pêndulo dos mastros e o farol
os passageiros desembarcando pelos escolhos
com as malas e os discursos indiferentes
-sem admiração, nem reconhecimento- naquela
pronúncia estrangeira, com aquela eloquência estrangeira
pela salvação de todos, mas não de nós.

Eu esperava identificar no fragor do mar ao fundo
uma voz humana qualquer, um aceno
que demonstrasse alguma cumplicidade
com a nossa dupla solidão e resistência. Então,
até mesmo a sombra da gaivota caindo pela janela
era uma palma de mão cortada
prestes a me saudar.

O silêncio imenso cansa tanto quanto o contínuo ressoar das ondas
ou as longas sombras que atravessam o mar deserto,
tanto quanto os giros dos refletores nas nuvens
que lembram as antigas trupes teatrais e suas máscaras
barbadas, seus casacos e cetros enormes. Cansa.

Diante desse cenário, o raio do farol agride
e eu pretendi suavizá-lo, torná-lo um manso
clarão de lâmpada atrás das vidraças de uma casa
humilde (avistada ao longe), que banha apenas

dois degraus e uma árvore desfolhada.
Um ovo de gaivota na mão da noite ou um pequeno
peixe que perdeu o seu caminho.

Uma luz suave, eu dizia, foi o que pensei fazer,
para que os viajantes não mais temessem o brilho que os ofusca
e impede que me vejam -quem sabe?-. Talvez
eu tampouco os visse. A solidão também
tem a sua astúcia. Eu esperava, ao ser abordado,
ouvir a mala abrindo e que alguém trouxesse
dois ou três lenços (como tu, hoje), alguma camisa
ou um pente -eu imaginava como um pequeno
portão de jardim de infância rural- sim, um pente.

Todo mundo precisa de asseio, pentear-se e, de vez
em quando, ver-se refletido em um espelho de bolso
ou nos olhos de algum conhecido. Entenda, todos cansamos,
cada um de nós retém em vão a sua solidão e a sua luz
já que também a luz oculta quem a concede.

Todos esperamos algo, por pequeno
que seja, um pente -eu dizia- para pentear
o cabelo ainda negro ou já encanecido
pois, nem mesmo o halo que a cabeça irradia
substitui uma cabeleira; por outro lado,
mesmo um halo pede, de tanto em tanto, ser penteado
(isso, acima de tudo), caso contrário seus raios
viram espinhos contorcidos para dentro e para fora
em uma grenha que ninguém desenreda nem alisa.

Aqui, ao amanhecer, a claridade é uma promessa
nebulosa e incerta, mas sempre uma promessa. Esperava
um viajante próximo a mim (próximo, justo a mim?)
ou algum náufrago; e aquecia água na lareira
para lavá-lo com as minhas mãos. Na verdade, às vezes
cheguei ao ponto de ansiar por um afogado

para amá-lo, chorá-lo, sepultá-lo perto de mim.
E ocorreu, inclusive, de eu me ver
ensaiando uma conversa franca e amigável
com a morte -com uma certa morte.

Tens razão, o melhor mesmo é partir. Não pelas
tempestades que fustigam as janelas
exigindo a nossa rendição. Diante delas,
partir não é difícil, há medo, há resistência
e até mesmo obstinação. Difícil é permanecer
durante as noites cristalinas de primavera ou de verão
quando na distante fuga da transparência
os barcos de vidro flutuam na própria luz
sob o inexplicável palpitar das estrelas.

Ou quando o ar da asa de um inseto
na tua têmpora é uma imposição inapelável
de convívio com o outro, algo que não
tolera nenhum adiamento definitivo
sob o sublime clarão da lua. Por isso, insisto,
é penoso cerzir as meias sozinho, penoso corrigir
esta mão com a outra, um olhar com o outro,
um toque de relógio com o outro,
o som de uma onda com o de outra onda.

E mais ainda, ao subir sozinho a espiral da escada interna
com as estreitas janelas que dão primeiro ao mar
e depois ao céu, quando a ascensão faz parecer
que a escada não termina, como se subisses
no escuro dentro das tuas próprias vísceras
como se te envolvesses ao redor de ti mesmo
como se te contorcesses sozinho no desconhecido
e pouco a pouco escapasses da gravidade
para entrar na vertigem.

Esta escada é uma broca de pedra, gira sem parar
abrindo um furo no vazio. E enquanto te aproximas
da lâmpada, a força de atração aumenta com a altura alcançada.
Não deves olhar para baixo, nem para cima,
somente reto à tua frente, na altura dos olhos,
para que os olhos como duas asas abertas te sustentem
em um imóvel equilíbrio, profundo e vacilante entre a terra e o céu.

São belas certas tardes semelhantes, especialmente
naqueles momentos em que a imobilidade
se funde ao movimento e a leveza à gravidade
-acontece sempre com as gaivotas-. E a gaivota
é então a palma da mão cobrindo o vazio,
um fogo de artifício celebrando algo sem sentido
ao concentrar na sua brancura
toda a luz da noite que chega e do dia que parte.

Nesses momentos, teu corpo abandonado à própria força
e ao próprio cansaço te pertence completamente.
Pouco a pouco sentes o coração pesado como o maciço
deste farol preso por cabos de aço, sentes
que afunda de forma solene, austera, muda,
muito lenta com aquela impressão de ascensão e de queda
que assegura a rotação da lâmpada acima de ti
pela escura necessidade do teu íntimo naufrágio.

É quando o cheiro de óleo se mistura a um perfume celestial,
o brilho do mar flutua na sala acima do silêncio,
acima do sono e o teu sexo resta o último mastro
sobre uma indefinida inundação.

Sim, é belo. Permanece, então. O eco da água nas grutas
é um agradecimento repetido que fazes a tudo e a todos,
é um agradecimento repetido feito a ti por tudo
e por todos. No horizonte se derrama um carrilhão sem fim
como se na noite passassem caminhões enormes
levando milhares de garrafas de limonada

a certos mercados remotos em algum lugar arborizado
onde jovens casais com óculos cintilantes
e embaçados se abraçam.

Mas quando chega a hora de subir
para acender a lâmpada, um cansaço paralisa
tuas pernas -te deixa imóvel e invisível-
como se estivesses dentro de um poço escuro
sem dar sinal de vida ao mundo, indiferente
ao risco e aos navios que passam,
e te sentes coberto por várias camadas de sombra
em um torpor que lentamente embriaga
e no lusco-fusco diluindo cintila
uma estrela-do-mar, salta um delfim reluzente
e uma floresta inteira treme nas faíscas da folhagem.

Melodia silenciosa, vórtice imóvel; —a cadeira
é uma nuvem, a mesa ondula sozinha
como se fosse o impulso irrealizado de uma mesa,
e cada objeto está a ponto de nascer em um júbilo vacilante
no erótico temor de ser refutado pela própria aparência e nome.

O cântaro de barro é moldado perdendo a forma
como uma luz líquida que põe à prova a si mesma
antes de saber se existirá. E sentes a dança circular da alça
curvar aos poucos ao roçar o cântaro, afastando-se
novamente, autônoma, pressentindo algo além,
flutuando na vertigem da sua maleabilidade
como um réptil alado, uma rosa de prata
potente apenas pela própria força.

Cada coisa hesita na espera que eu assuma
a sua função e dê o uso, a forma, o lugar
e o nome. Mas demoras, encantado
pela inutilidade e pelo indefinido. Até o instante
em que, na mais completa abstração,
deves acender o farol e ressoa como um alarme

o toque terrível que interrompe o letargo
como o espasmo de amor interrompe o amor.
Tens um sobressalto e os raios da lâmpada
prestes a ser acesa já se enredaram
no teu pescoço e nas tuas mãos e te puxam
para cima, para fora. Na luz que gira
para ser vista pelos barcos, vês a ti mesmo
vês os barcos que olham tua lâmpada
vês as tuas mãos douradas, prodigiosas, imprescindíveis.

Assim, às vezes ficas no meio da câmara de vidro
iluminado pela luz que criaste
acreditando ser a chama que nunca se consome.
Tais delírios ocorrem com frequência, talvez
devido à profunda solidão ou ao incessante murmúrio
do mar que te confunde, como se o encanamento
rompesse de repente e tentas repará-lo, mas
a água jorra por toda parte, inunda a casa
e enfim desistes com o alicate na mão
como quem segura o timão quebrado de uma nave invisível.

Pode ser que seja a insônia. Para estar
a tempo no trabalho, na hora do teu turno,
imaginas alguém em perigo e deves salvá-lo
ou que tu estejas em perigo e deves salvar-te. (Talvez
estejamos sempre todos em perigo.) Por isso,
falo das minhas visões. Mesmo assim, o que construímos
significa algo. Deve durar mais do que nós, existir
apesar de nós e até nos levar pela mão
como um adolescente robusto conduz seu velho pai cego
que avança sorrindo, apesar da cegueira.

Sim, visões, eu dizia. Quem mais merece a salvação?
Como salvar a si mesmo? Cada um vai por seu caminho
sem ver quem lhe acena. Nós não nos vemos.
A nossa lâmpada é uma estrela fútil -tão fútil- e se perde,
esquecida, assim que a esquina é virada.

Talvez por isso preferimos iluminar
grandes espaços abertos, estradas amplas,
sem curvas. E erguemos o nosso holofote
muito alto em um poste ou em um farol como este
para iluminar de cima as ondas até onde
o mar ajoelha para escalar o horizonte.

Porque então, os delírios? Em breve
outra lâmpada mais remota se ocupará
destes barcos. O farol existe, nós existimos.
Nós o construímos no coração da noite. E podemos dizer
que somos nós a chama da lâmpada -mesmo
que seja anônima e a ninguém importe
quem a acende? Os barcos, enfim, se orientam
com a nossa estrela e navegam rumo a Hidra, a Samos,
ao Pireu, a Monemvasia, a Citera. Não nos basta
saber que aportaram ou que já aportarão?

Penso nas mãos dos viajantes iluminadas pelo meu farol
como se as dourasse o sopro de uma amizade distante
e imagino o desembarque, quando os amigos
apertam suas mãos no cais do porto, que alguns amigos
desconhecidos apertam também as minhas
e que os pequenos cadeados das malas conservam
a luz desta lâmpada como ícones minúsculos
brilhando delicadamente graças ao meu insone cuidado.

Existe sempre uma forma de dar algo
e talvez de tornar também nosso aquilo que damos.
Cada manhã trará uma cor adequada a cada olhar.
É o que eu precisava aqui expressar, explicar e assinar
como uma carta sem data e aberta a qualquer destinatário.

Agora posso calar e de novo acender a nossa lâmpada.
Espera. São dois minutos. Não demoro. Espera.

Diminio, dezembro 1958

tan editorial

Idealizada por Thomaz Albornoz Neves, a chancela tan ed. reúne títulos  de autores cisplatinos e afins. São obras de fotografia, arte, poesia, ensaio e relato escritas em português e espanhol (com alguma pitada de portunhol). O empreendimento é solitário, sazonal e sem fins lucrativos. Os livros têm a mesma identidade gráfica e são, na sua maioria, ilustrados com desenhos do editor. A tiragem varia entre 75 e 300 exemplares numerados.