tan ed

tan ed

Giorgios Seféris

Ο βασιλιάς της Ασίνης

Ασίνην τε …
Ιλιάδα
Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου παγονιού
μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ’ άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.

Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα·
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
“Ασίνην τε … Ασίνην τε …” και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι·
κάτω απ’ την προσωπίδα ένα κενό.

Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπάρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.

Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου
με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.

Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις αιχμές τα κοίλα και τις
καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη του
πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας

ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.

Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαΐτα πάνω στο σκουτάρι:
“Ασίνην τε Ασίνην τε …” Να ‘ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρόπολη
γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες.

Ασίνη, καλοκαίρι, 1938 – Αθήνα, Γεν. 1940

 

O Rei de Assíne

Assine te…
Ilíada
Por toda manhã olhamos ao redor do rochedo
primeiro pela sombra, onde o mar verde
sem brilhos, peito de pavão morto
nos recebeu como um tempo sem fissuras
As estrias da rocha do alto descendiam:
contortas videiras secas, seus múltiplos sarmentos
revivendo ao toque da água enquanto o olho que as seguia
lutava para fugir da cansativa gangorra
cada vez mais lenta

Pelo lado do sol, uma vasto litoral aberto
e a luz a polir diamantes na muralha
Nenhum ser vivo, os pombos selvagens, fugitivos
e o rei de Assíne, por nós procurado durante dois anos
ignoto, esquecido por todos e também por Homero
uma palavra apenas na Ilíada e, ainda assim, incerta
deixada como uma fúnebre máscara de ouro
A tocaste, lembras do som? Oco na luz
cântaro seco no chão escavado
o mesmo som no mar quando batem nossos remos
E o rei de Assíne, um vazio sob a máscara
sempre conosco, em toda parte sempre, sob um nome:
“Assíne te… Assíne te…” e seus filhos
estátuas e suas ânsias um esvoaçar de asas e rajadas
de vento entre pensamentos e seus barcos
ancorados em um porto desvanecido
Debaixo da máscara, um vazio

Além dos olhos enormes, da curva dos lábios, dos cachos
relevos na cobertura áurea da nossa existência
um ponto tenebroso viaja como um peixe
E o pássaro que partiu
com a asa quebrada
a um abrigo de vida no outro inverno
e a jovem que fugiu para flertar
com as presas do verão
e a alma que cruzou temerosa o submundo                                                                                                                                                      e o lugar, uma grande folha de plátano na correnteza do sol
com as relíquias antigas e o pesar do momento
O poeta que tarda contemplando as pedras duvida
se há entre os beirais derruídos, cumes e píncaros, fendas e curvas
se há na passagem da chuva, do vento e da ruína
o esgar no rosto, a expressão da ternura
daqueles que estranhamente foram sumindo da nossa vida
que ficaram como sombras nas ondas, pensamento no mar sem fim?

Ou talvez nem isso, talvez nada além do peso restasse
ou a nostalgia do peso de uma existência viva
aqui onde agora estamos incorpóreos, curvados
como os ramos de um salgueiro assustador
espalhados sobre o desespero incessante
enquanto lento e pardo, o córrego arrasta
ao lodo os juncos arrancados
imagem que a sentença de amargura eterna marmorizou
O poeta, um vazio

Com seu escudo ascende o sol combatendo
e do fundo da caverna um morcego apavorado
atinge a luz como seta no broquel
“Ασίνην τε … Ασίνην τε …” Seja este o rei de Assíne
que nesta acrópole tanto nós buscamos
com os dedos o rastro do seu tato sobre as pedras

Assíne, verão de 1938 – Atenas, janeiro de 1940

 

tan editorial

Idealizada por Thomaz Albornoz Neves, a chancela tan ed. reúne títulos  de autores cisplatinos e afins. São obras de fotografia, arte, poesia, ensaio e relato escritas em português e espanhol (com alguma pitada de portunhol). O empreendimento é solitário, sazonal e sem fins lucrativos. Os livros têm a mesma identidade gráfica e são, na sua maioria, ilustrados com desenhos do editor. A tiragem varia entre 75 e 300 exemplares numerados.