tan ed

Odisseus Elytis

Sol Primeiro

 

Hλιος ο πρώτος

I
Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου
Στον μυχό της ψυχής μου αράζει στόλος άστρων.
Έσπερε φρουρέ για να λάμπεις πλάι στο ουρανί
Αεράκι ενός νησιού που με ονειρεύεται
Ν’ αναγγέλλω την αυγή από τα ψηλά του βράχια
Τα δυο μάτια μου αγκαλιά σε πλέουνε με το άστρο
Της σωστής μου καρδιάς: Δεν ξέρω πια τη νύχτα.

Δεν ξέρω πια τα ονόματα ενός κόσμου που μ’ αρνιέται
Καθαρά διαβάζω τα όστρακα τα φύλλα τ’ άστρα
Η έχτρα μου είναι περιττή στους δρόμους τ’ ουρανού
Εξόν κι αν είναι τ’ όνειρο που με ξανακοιτάζει
Με δάκρυα να διαβαίνω της αθανασίας τη θάλασσα
Έσπερε κάτω απ’ την καμπύλη της χρυσής φωτιάς σου
Τη νύχτα που είναι μόνο νύχτα δεν την ξέρω πια.

 

Sol Primeiro

I
Já não conheço a noite, terrível anonimato da morte
No porto da minha alma ancora uma frota de astros
Estrela da tarde, sentinela a cintilar
na celeste brisa de uma ilha que me sonha
a anunciar o alvorecer do alto do seu rochedo
Meus olhos te levam a navegar na estrela
do meu justo coração. Já não conheço a noite

Já não conheço os nomes de um mundo que me nega
Decifro conchas folhas astros claramente
Meu ódio é inútil nos caminhos do céu
a menos que o sonho me veja outra vez
em lágrimas pelo mar da imortalidade
Estrela da tarde, no arco dourado que refulges
Já não conheço a noite que é só noite

 

II
σωμα του καλοκαιριου

Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή
Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες
Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος
Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους
Της γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά σιγά
Και πλάι απ’ το νερό που στάζει συλλαβίζοντας
Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο!

Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές
Ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα
Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ’ αυτιά του
Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του
Σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης
Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα
Σταλμένο απ’ τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε:

Ω σώμα του καλοκαιριού γυμνό καμένο
Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι
Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς
Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς
Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο
Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες
Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!

Έρχονται σιγανές βροχές ραγδαία χαλάζια
Περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιά
Που μελανιάζει στα βαθιά μ’ αγριεμένα κύματα
Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών

Όμως και πίσω απ’ όλα αυτά χαμογελάς ανέγνοια
Και ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου
Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος
Όπως μες στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός.

 

 

II
Corpo de verão

Faz tempo que ouvimos a última chuva
sobre as formigas e os lagartos
Agora arde o céu infinito
O sumo dos frutos tinge nossas bocas
Os poros da terra se abrem lentamente
E junto da água que goteia, silabando
uma planta imensa fixa o olho no sol

Quem, deitado na duna lá em cima,
fuma em folhas de olivo prateadas?
O seu ouvido aquece as cigarras
Em seu peito formigas trabalham
No pasto das suas axilas lagartos deslizam
e pelas algas dos seus pés ondas passam
enviadas pela sereiazinha que canta:

“Bronzeado corpo nu do verão
corroído de azeite e sal
Corpo do penhasco, frêmito no coração
Sopro ondulante nos cabelos de vime
Hálito de manjerona na virilha crespa
de estrelas minúsculas, de agulhas de pinheiros
Profundo corpo flutuante do dia.”

Avançam chuvas leves, rápidas borrascas
os picos mergulham nas ubres das nuvens
A terra é rasgada pelas garras da nevasca
que em vagalhões escurece as profundezas

E tu, por trás de tudo, indiferente
reencontras o momento imortal
como nos areais te reencontra o sol
e no vigor da tua nudez te reencontra o céu

 

 

III
Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ’ έπλασες
Γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές
Ανάμεσ’ από των γιαλών τα καλωσόρισες
Φύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο
Άπλωσε μια πρασιά στοργής
Για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του
Ν’ ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες
Τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι
Για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος
Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη
Φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας.

Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου την αχτίδα
Που μονάχη ολόισα βρίσκει την καρδιά
Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα
Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε
Σε γυμνά χιονόδοξα βουνά.

Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη
Διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή
Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος
Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα
Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.

 

III
Dia de luz, concha da voz que me moldou
Nu, recorrendo os meus domingos cotidianos
Da praia a todos dás as boas-vindas
Sopra teu primeiro vento, o desconhecido
Propaga uma aura de ternura
para que a testa do sol redemoinhe
e acenda amapolas com os lábios
Amapolas colhidas por homens de estirpe
para que não haja nos seus peitos outro signo
que o sangue da revolta aplacando a dor
até alcançar a lembrança da liberdade

Falei sobre o amor, saúde da rosa e do raio
direto e solitário que encontra o coração
A Grécia que com passo firme entra no mar
A Grécia que me percorre sempre
em nuas montanhas gloriosas de neve

Dou a mão à justiça
Diáfana fonte, vertente primeira
Profundo e imutável é o meu céu
O que amo está sempre nascendo
O que amo está sempre em seu início

 

 

IV
Πίνοντας ήλιο κορινθιακό
Διαβάζοντας τα μάρμαρα
Δρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσες
Σημαδεύοντας με το καμάκι
Ένα τάμα ψάρι που γλιστρά
Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζει
Τη ζωντανή στεριά που ο πόθος χαίρεται
Ν’ ανοίγει.

Πίνω νερό κόβω καρπό
Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου
Οι λεμονιές αρδεύουνε τη γύρη της καλοκαιριάς
Τα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μου
Φεύγω με μια ματιά
Ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται
Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς.

 

IV
Bebendo sol de Corinto
Lendo mármores
Singrando mares vinhedos
Mirando com o arpão
um peixe prometido que escapa
encontrei as folhas que o salmo do sol recita de cor
a terra viva que o desejo se alegra
em abrir

Bebo água, talho fruta
afundo a mão na folhagem do vento
Os limoeiros regam o polem do verão
Verdes pássaros fendem meus sonhos
Estou partindo em um olhar
Um olhar inteiro onde o mundo se torna
todo belo na medida do meu coração

 

 

V
Ποιο μπουμπούκι ακόμη ανέραστο απειλεί τη μέλισσα
Ο άνεμος βρίσκει μια παρέα φυλλώματα κυματιστά
Η στεριά σκαμπανεβάζει
Στον αφρό των χόρτων οι μουριές ανοίγουν τα πανιά
Το τελευταίο ταξίδι μοιάζει με το πρώτο-πρώτο.

Ω να σπάσουν οι πέτρες να λυγίσουνε τα θυμωμένα σίδερα
Ο αφρός να φτάσει ως την καρδιά ζαλίζοντας τα θεριεμένα μάτια
Η θύμηση να γίνει ένα κλαδάκι δυόσμου αμάραντο
Κι από τη ρίζα του να ορμήσουν άνεμοι γιορτής
Εκεί να γείρουμε το μέτωπο
Τ’ αστραφτερά μας πράγματα να ‘ναι κοντά
Στην πρώτη απλοχεριά του πόθου
Η κάθε γλώσσα να μιλεί την καλοσύνη της ημέρας
Ήμερα να χτυπάει στις φλέβες ο παλμός της γης.

 

V
Como o botão ainda não amado ameaça a vespa
O vento encontra um par na folhagem ondulante
A terra arfa
Sobre a espuma da relva as amoras abrem as velas
A última viagem é igual à primeira-primeira

Que as pedras rachem e os ferros revoltos entortem
A espuma no coração atordoa o olhar em fúria
que a lembrança se torne um ramo de hortelã sempre-vivo
e os ventos de festa se lançam das suas raízes
Lá inclinamos a cabeça
que nossas realizações fulgurem
no primeiro ardor generoso
e cada língua reconte a bondade do dia
e a cada dia pulse nas veias o palpitar da terra

 

 

VI
Χτυπήσανε τη μέρα σε καλή μεριά
Ξύπνησε το νερό μέσα στο χώμα
Κρύα φωνή νεογέννητη
Που σμίγει από μακριά τη γειτονιά των βρύων.

Με χάδι από λιοτρόπι δε φοβάται
Το περιβόλι μήπως βγει στην άβυσσο
Χέρι με χέρι παν οι ερωτευμένοι
Όταν χτυπάνε οι καμπάνες του ήλιου.

Υγεία ηχώ φοράδα
Πέταλο και φτερό πλαγίας
Σύννεφο και χορτάρι αθέριστο
Γλαυκές οργιές ανέμου.

Λοξά τ’ ανήλικα πουλιά
Παν να σημάνουν άνοιξη στα σύννεφα
Κι όσα η χαρά ποτές δεν ονομάτισε
Τώρα διψούν την ευτυχία του κόσμου.

Δίψα του κόσμου η αντρική στολή σου πάει
Θα πας να βρεις τη θηλυκή σου κοίτη
Αναποδογυρίζοντας ένα λιβάδι
Έναστρο που του φύγαν οι ανεμώνες.

 

VI
Começaram o dia pelo lado bom
a água despertou dentro da terra
Fria voz recém-nascida
que de longe mistura os bairros dos musgos

Na carícia do girassol o campo
não teme cair no precipício
Sobre os amantes de mãos dadas
repicam os sinos do sol

Saúde, eco, égua
ferradura e asa inclinada
Nuvem e relva não ceifada
esverdeadas pulseiras de vento

Em setas, a pino voam os pássaros
a ressoar nas nuvens a primavera
e o que a alegria jamais chamou pelo nome
tem sede da felicidade do mundo

Sede do mundo, de uniforme viril vestida
buscarás a tua origem feminina
em um prado estelar invertido
de onde as anêmonas fugiram

 

 

VII
Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι
Στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα
Ιδρώνει ο ήλιος τρέμει το νερό
Φωτιάς σουσάμια σιγοπέφτουνε
Στάχυα ψηλά λυγίζουνε τον μελαψό ουρανό.

Με χείλια μπρούντζινα κορμιά γυμνά
Τσουρουφλισμένα στο τσακμάκι του οίστρου
Εε! εε! Τραντάζοντας διαβαίνουν οι αμαξάδες
Στο λάδι της κατηφοριάς τ’ αλόγατα βουλιάζουν
Τ’ αλόγατα ονειρεύονται
Μια πολιτεία δροσερή με γούρνες μαρμαρένιες
Ένα τριφύλλι σύννεφο έτοιμο να χυθεί
Στους λόφους των λιγνών δέντρων που ζεματάν τ’ αυτιά τους
Στα ντέφια των μεγάλων κάμπων που χοροπηδάν τις καβαλίνες τους.

Πέρα μες στα χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσα
Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά
Στα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράει
Απ’ τη μασχάλη τους γλυκά στάζει το μοσχοκάρυδο
Κι η άχνα πιωμένη με βαριές χτυπιές παραπατά
Στην αζαλιά στην έλισσα και στη μοσκοϊτιά!

 

VII
Descendo o terreno da margarida
o enxame de jovens abelhas ensaia o baile
O sol sua, a água é toda um tremor
Caindo em sementes, o gergelim se incendeia
Esguias espigas curvam o céu moreno

Com lábios de bronze, os corpos nus
requeimados pelo pavio do cio
Eia, eia, passam os cocheiros sacudidos
Na lama da ladeira os cavalos afundam
Sonham os cavalos
uma cidade com frescos bebedouros de mármore
uma nuvem de trevo prestes a derramar-se
Nas colinas de esbeltas árvores que escaldam as orelhas
No tambor do vasto campo que estremece a cavalaria

Lá embaixo, no milho de ouro rapazolas sesteiam
um sono com cheiro de incêndio
Dardeja o sol nos seus dentes
A noz-moscada perfuma suas axilas
e o torpor embriagado se mistura
com a azaleia, a sempre-viva e o salso perfumado

 

 

VIII
Έζησα τ’ όνομα το αγαπημένο
Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς
Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.

Εκείνοι που με λιθοβόλησαν δεν ζούνε πια
Με τις πέτρες τους έχτισα μια κρήνη
Στο κατώφλι της έρχονται χλωρά κορίτσια
Τα χείλια τους κατάγονται από την αυγή
Τα μαλλιά τους ξετυλίγονται βαθιά στο μέλλον.

Έρχονται χελιδόνια τα μωρά του ανέμου
Πίνουν πετούν να πάει μπροστά η ζωή
Το φόβητρο του ονείρου γίνεται όνειρο
Η οδύνη στρίβει το καλό ακρωτήρι
Καμιά φωνή δεν πάει χαμένη στους κόρφους τ’ ουρανού.

Ω αμάραντο πέλαγο τι ψιθυρίζεις πες μου
Από νωρίς είμαι στο πρωινό σου στόμα
Στην κορυφήν όπου προβάλλ’ η αγάπη σου
Βλέπω τη θέληση της νύχτας να ξεχύνει τ’ άστρα
Τη θέληση της μέρας να κορφολογάει τη γη.

Σπέρνω στους κάμπους της ζωής χίλια μπλαβάκια
Χίλια παιδιά μέσα στο τίμιο αγέρι
Ωραία γερά παιδιά που αχνίζουν καλοσύνη
Και ξέρουν ν’ ατενίζουν τους βαθιούς ορίζοντες
Όταν η μουσική ανεβάζει τα νησιά.

Χάραξα τ’ όνομα το αγαπημένο
Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς
Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.

 

VIII
Vivi o nome amado
à sombra antiga da oliveira
ao murmúrio do mar eterno

Quem me lapidou já não vive
Das suas pedras fiz esta fonte
visitada por jovens precoces
seus lábios descendem da aurora
suas melenas afundam no futuro

Recém-nascidas do vento, andorinhas bebem
e voam para que a vida prossiga
O pavor do sonho se torna o sonho
O sofrimento dobra o promontório
e voz alguma se perde no céu

Mar de amaranto, quê sussurras?
Desde cedo estou na tua boca matinal
no cume onde chega o teu amor
É vontade da noite derramar-se em estrelas
É vontade do dia acariciar a terra

Semeio nos campos da vida milhares de lírios
e no vento honesto mil meninos
Belos e fortes, emanam bondade
e sabem olhar horizontes distantes
quando a música eleva as ilhas

Gravei o nome amado
à sombra antiga da oliveira
ao murmúrio do mar eterno

 

 

IX
Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
Βαθύ γαρίφαλο ακρωτήρι
Το χέρι σου έφευγε με το νερό
Να στρώσει νυφικό το πέλαγος
Το χέρι σου άνοιγε τον ουρανό.

Άγγελοι μ’ έντεκα σπαθιά
Πλέανε πλάι στ’ όνομά σου
Σκίζοντας τ’ ανθισμένα κύματα
Κάτω μπατέρναν τα λευκά πανιά
Σ’ απανωτές σπιλιάδες γραίγου.

Μ’ άσπρα τριανταφυλλαγκάθια
Έραβες φιόγκους προσμονής
Για τα μαλλιά των λόφων της αγάπης σου
Έλεγες: Η χτενίστρα του φωτός
Είναι πηγή στη γη που διασκεδάζει.

Κλέφτρα σαΐτα σκάνταλο του γέλιου
Ω εγγονούλα της γρια-λιακάδας
Μέσ’ απ’ τα δέντρα πείραζες τις ρίζες
Άνοιγες τα χωνάκια του νερού
Ραβδίζοντας της λησμονιάς τα τζίτζιφα.

Ή πάλι νύχτα μ’ άσωτα βιολιά
Μέσα στους μισοχαλασμένους μύλους
Κρυφομιλούσες με μια μάγισσα
Στους κόρφους σου έκρυβες μια χάρη
Που ήταν το ίδιο το φεγγάρι.

Φεγγάρι εδώ φεγγάρι εκεί
Αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα
Για το δικό σου το χατίρι
Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
Βαθύ γαρίφαλο ακρωτήρι.

 

 

IX
O jardim entrava no mar
Promontório cravo profundo
Tua mão partia com a água
para estender um véu de noiva no mar
Tua mão abria o céu

Anjos com onze espadas
velejavam junto ao teu nome
sulcando ondas floridas
abaixo, velas brancas tremiam
sob as rajadas do vento

Com brancos espinhos de rosas
fazias guirlandas de esperança
para as crinas dos montes do teu amor
Dizias: o pente da luz
é uma fonte na terra satisfeita

Flecha ladra, escândalo do riso
Oh, netinha da velha luz do sol
Bulias raízes dentro das árvores
E abrias os pequenos funis d’água
chicoteando as açofeifas do esquecimento

Ou, ainda à noite dos violinos prodigiosos
entre as ruínas dos moinhos,
falavas em segredo com a maga
E a graça oculta em teu seio
era a própria lua

A lua daqui, a lua de lá
Enigma relido pelo mar
para agradar-te
O jardim entrava no mar
Promontório cravo profundo

 

X
Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο
Κουρεμένο κεφάλι όνειρο ακούρευτο
Ποδιά με σταυρωμένες άγκυρες
Μπράτσο του πεύκου γλώσσα του ψαριού
Αδερφάκι του σύννεφου!

Κοντά σου είδες ν’ ασπρίζει ένα βρεμένο βότσαλο
Άκουσες να σφυρίζει ένα καλάμι
Τα πιο γυμνά τοπία που γνώρισες
Τα πιο χρωματιστά
Βαθιά-βαθιά ο αστείος περίπατος του σπάρου
Ψηλά-ψηλά της εκκλησίτσας το καπέλο
Και πέρα-πέρα ένα βαπόρι με φουγάρα κόκκινα.

Είδες το κύμα των φυτών όπου έπαιρνεν η πάχνη
Το πρωινό λουτρό της το φύλλο της φραγκοσυκιάς
Το γεφυράκι στη στροφή του δρόμου
Αλλά και τ’ αγριοχαμόγελο
Σε μεγάλους χτύπους δέντρων
Σε μεγάλα λιοστάσια παντρειάς
Εκεί που στάζουν από τα ζουμπούλια δάκρυα
Εκεί που ανοίγει ο αχινός τους γρίφους του νερού
Εκεί που τ’ άστρα προμηνούν τη θύελλα.

Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο
Χαϊμαλί τρελό σαγόνι πεισματάρικο
Παντελονάκι αέρινο
Στήθος του βράχου κρίνο του νερού
Μορτάκι του άσπρου σύννεφου!

 

 

X
Menino do joelho arranhado
Cabeça raspada, sonho cabeludo
Avental com âncoras cruzadas
Braço de pinheiro, língua de peixe
caçula da nuvem

Ouviste o assovio da cana
ao brilho do seixo molhado
conheceste as mais nuas paisagens
de cores jamais antes vistas
No fundo, o calmo passeio do sargo
No alto, o chapéu da capela
e longe um navio de chaminés vermelhas

Viste a onda das plantas onde a geada
tomava seu banho matinal, a folha do figo-da-índia
a pequena ponte na curva da estrada
mas também o sorriso selvagem
nos grandes golpes das árvores
nos grandes solstícios das núpcias
onde goteiam as lágrimas dos jacintos
onde, com a água o ouriço adivinha o mar
onde os astros pressagiam a tormenta

Menino do joelho arranhado
alienado talismã, queixo obstinado
Bermudas de ar
peito de rocha, lírio da água
Menino da branca nuvem

 

 

XI
ναυτακι τογ περιβολιου
Με όρτσα ψυχή με άρμη στα χείλια
Με ναυτικά και με σαντάλια κόκκινα
Σκαλώνει μες στα σύννεφα
Πατάει τα φύκια τ’ ουρανού.
Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της
Μια πλώρη έρχεται αφρίζοντας
Άγγελοι! Σία τα κουπιά
Ν’ αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια!

Κάτω στη γη πως καμαρώνει το αρχοντολόι του περβολιού!
Όταν γυρίζει ο αλάδανος το αχτένιστο κεφάλι του
Οι χαβούζες ξεχειλίζουνε
Κι η Ευαγγελίστρια μπαίνει
Γυμνή σταλάζοντας αφρούς με αστερία στο μέτωπο
Με αγέρι μοσχοκάρφης στα λυτά μαλλιά
Κι ένα καβούρι που τρικλίζει ακόμη στον ηλιοκαμένον ώμο της!

–Νονά των άσπρων μου πουλιών
Γοργόνα Ευαγγελίστρα μου!
Τι μπάλες θαλασσιά γαρούφαλα ρίχνουν στο μόλο τα κανόνια σου
Πόσες αρμάδες κοχυλιών βουλιάζουνε οι φωτιές σου
Και πως λυγάς τις φοινικιές όταν τρελαίνεται ο γαρμπής
Και σούρνει άμμους και βότσαλα!

Περνάν οι ελπίδες μες στα μάτια της
Με βάρκες από σουπιοκόκαλο
Στα τρία δελφίνια που χοροπηδούν
Πίσω της φλοκωτές παντιέρες ανεμίζουνε!

–Αχ με τι βιόλες με τι πασχαλιές
Θα κάρφωνα έλεος μιαν ευχή στα στήθια σου
Να όριζες άλλο ριζικό μου εμένα!
Δεν την αντέχω τη στεριά
Δε με βαστάνε οι νεραντζιές
Δώσε να πάω για τ’ ανοιχτά με μπαλωθιές και σήμαντρα!

Γρήγορα Παναγιά μου γρήγορα
Κιόλας ακούω τραχιά φωνή ψηλά πάνω απ’ τις ντάπιες
Χτυπάει χτυπάει στις χάλκινες αμπάρες
Χτυπάει χτυπάει κι αντρειεύεται
Στράφτουν σαν ήλιοι τα τσαπράζια της
Αχ και προστάζει – δεν ακούς; –
Αχ και προστάζει: η Μπουμπουλίνα!

Κι η Παναγία χαίρεται η Παναγία χαμογελά
Το πέλαγο έτσι που κυλάει βαθιά πόσο της μοιάζει!
– Ναι βρε κεφάλι αγύριστο
Ναι βρε ναυτάκι του περιβολιού

Στον ύπνο σου προσμένουν τρία τρικάταρτα!
Τώρα με ψάθα γυριστή και με σαντάλια κόκκινα
Μ’ ένα σουγιά στο χέρι
Πάει το ναυτάκι του περιβολιού
Κόβει τα κίτρινα σκοινιά
Λασκάρει τ’ άσπρα σύννεφα
Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της
Μπαρούτι σκάει στα όνειρα
Λαμπρή στα φύκια τ’ ουρανού!

 

XI
Marinheiro do pomar
Com vento de proa na alma e sal nos lábios
Vestido de marinheiro e com sandálias vermelhas
Mergulha nas nuvens
Pisoteia as algas no céu
A aurora sibila no seu caracol
e uma proa vem espumando
Anjos. Ergam os remos
e que aqui ancore a Anunciada

Como a veneram lá na terra os senhores dos jardins
quando o ládano gira a sua nuca despenteada
Transbordam as cisternas
e a Virgem Anunciada ancora
Nua, goteando espuma, com a estrela-do-mar na testa
e um punhado de cravos perfumando o cabelo solto
e um caranguejo cambaleando no ombro bronzeado de sol

Madrinha dos meus pássaros brancos
Minha Sereia Evangelista!
Que do caís os teus canhões disparam balas de cravos marinhos
Quantas esquadras de conchas afundam os teus disparos
e como vergas as palmeiras quando o sudoeste enlouquece
arrastando os seixos e o areal

Passeiam as esperanças pelos olhos da Anunciada
em barcos feitos de sépia
nos três delfins que saltam
e ondeiam com ela estandartes ao vento

– Ah! Com que violeta, com que lilases
eu deixaria um desejo de piedade entre teus seios
Que escolhas para mim outro destino
Não tolero mais a terra firme
Não mais sou tolerado pelos laranjais
Permite que eu vá ao mar entre salvas e sinos

Apressa, Virgem minha, apura
já ouço, áspera, a voz sobre as ameias
Bate, rebate nos ferrolhos de bronze
Bate, rebate e se faz mais valente
e brilham como sóis seus enfeites de prata
Ah, e ordena: não ouves?
Ah, e ordena: Bubulina

E a Virgem se alegra, a Virgem sorri
semelhante ao mar em correntezas profundas
– Sim, teimoso marinheiro do pomar
Nos teus sonhos os três mastros esperam

Agora com a esteira enrolada
sandálias vermelhas
e um canivete na mão
Lá vai o marinheiro do pomar
Corta as cordas amarelas
Liberta as brancas nuvens
A aurora sibila na sua concha
Nos sonhos a pólvora rebenta
e brilhante vai pelas algas do céu

 

 

XII
Μισοβουλιαγμένες βάρκες
Ξύλα που πρήζουνται με απόλαυση
Άνεμοι ξυπόλυτοι άνεμοι
Στα σοκάκια που κουφάθηκαν
Πέτρινοι κατήφοροι
Ο μουγκός ο τρελός
Η μισοχτισμένη ελπίδα.

Μεγάλα νέα καμπάνες
Στις αυλές άσπρες μπουγάδες
Στις παραλίες οι σκελετοί
Μπογιές κατράμι νέφτι
Ετοιμασίες της Παναγίας
Που για να γιορτάσει ελπίζει
Άσπρα πανιά και γαλανές σημαιούλες.

Κι εσύ στα πάνω περιβόλια
Κτήνος της αγριαχλαδιάς
Λιγνό άγουρο αγόρι
Ο ήλιος ανάμεσα στα σκέλια σου
Να παίρνει μυρωδιά
Κι η κοπελίτσα στην αντικρινή στεριά
Να σιγοκαίγεται απ’ τις ορτανσίες.

 

XII
Barcos meio inundados
Madeiras empapadas com volúpia
Ventos descalços ventos
Nos becos ensurdecidos
Pedregosa ladeira
o mudo o demente
a esperança feita pela metade

Sinos anunciam as novas
Roupas brancas nos pátios
Os esqueletos nas praias
tintas, alcatrão, aguarrás
preparativos para a Virgem
que para o festejo espera
velas claras e bandeirinhas azuis

E tu nos pomares do monte
verme na pereira silvestre
Rijo efebo, magrelo
o sol entre tuas coxas
se impregna de um cheiro acre
e a jovem na margem oposta
arde lentamente pelas hortênsias

 

 

XIII
Αυτός ο αγέρας που χαζεύει μες στις κυδωνιές
Το ζουζούνι αυτό που πιπιλάει τα κλήματα
Η πέτρα που ο σκορπιός φοράει κατάσαρκα
Κι αυτές οι θημωνιές μέσα στ’ αλώνια
Που καμώνουνται τον γίγα σε μωρά παιδιά ξυπόλυτα.

Οι ζωγραφιές του ανάστα ο Θεός
Στον τοίχο που έξυσαν τα πεύκα με τα δάχτυλα τους
Ο ασβέστης που βαστάει στη ράχη του τα μεσημέρια
Και τα τζιτζίκια τα τζιτζίκια μες στ’ αυτιά των δέντρων.

Μεγάλο καλοκαίρι από κιμωλία
Μεγάλο καλοκαίρι από φελλό
Τα κόκκινα πανιά λοξά στα σαγανάκια
Στον πάτο ζώα κατάξανθα σφουγγάρια
Των βράχων φυσαρμόνικες
Πέρκες από τις δαχτυλιές ακόμη του κακού ψαρά
Ξέρες περήφανες στις πετονιές του ήλιου.

Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας
Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμ’ εμείς.

 

XIII
Este vento sinuoso entre os marmelos
este inseto que suga as vinhas
A pedra que o escorpião faz de pele
e estes feixes de espigas no meio do quintal
fingindo ser gigantes para as crianças descalças

Os desenhos do Cristo Ressuscitado
no muro arranhado por agulhas de pinheiros
A cal que suporta o meio-dia nas costas
e as cigarras, as cigarras nas orelhas das árvores

Imenso verão de gesso
Verão de cortiça, imenso
Vermelhas velas enviesadas no redemoinho
No mar profundo animais loiríssimos, esponjas
acordeões das rochas
robalos marcados ainda pelas digitais do pescador
secos com orgulho na dança do sol

Um dois: nosso destino por ninguém será feito
Um dois: o destino do sol será o nosso destino

 

 

XIV
Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα
Με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας
Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό
Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες.

Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθίσαμε
Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια.
Μια πεταλούδα πέταξε απ’ τα στήθια μας
Ήτανε πιο λευκή
απ’ το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας
Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές
Πως δε θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε.

Το βράδυ ανάψαμε φωτιά
Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:

Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα
Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη
Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας
λέγε μας τη ζωή.

Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ’ τα χέρια
Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν
Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης το γνωρίζουμε
Κι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό το ‘χουμε νιώσει
Εμείς τη λέμε τη ζωή πηγαίνουμε μπροστά
Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε

Είμαστε από καλή γενιά.

 

XIV
Caminhamos pelo campo todo o dia
com nossas mulheres, nossos sóis e os nossos cães
Brincamos, cantamos, bebemos da água fresca
que jorrava dos séculos

À tarde nos sentamos um instante
e nos olhamos fundo nos olhos
Uma borboleta voou dos nossos peitos
Era branca
do ramo branco mais alto do nosso sonho
sabíamos que jamais seria extinto
que nem mesmo lembrava as lagartas que trazia consigo

À noite fizemos fogo
e em torno do fogo cantamos:

Fogo fogaréu não te apiedes da lenha
Fogo fogaréu não termines em cinza
e que tua chama queime também a nós
decifra nossa vida

A vida a enfrentamos, levada pela mão
Olhamos seus olhos que nos devolvem o olhar
e se é esta a atração que nos entorpece, já a conhecemos
e se é esta dor a má sorte, já a compreendemos
A vida a enfrentamos, nós, e seguimos em frente
E saudamos seus pássaros migratórios

Somos de boa estirpe, nós.

 

 

XV
Χύσε φωτιά στο λάδι
Και φωτιά στο στήθος
Δεν είναι φρόνιμη γωνιά η παλαίστρα της ψυχής
Η τύχη παίρνει ένα παράξενο ύφος ηλιομάντισσας
Χορεύει για την άνοιξη
Κι η ζάλη του Μαγιού στης φουσκοθαλασσιάς τα χαμομήλια
Σκίζει το χρόνο ανοίγει διάπλατα τα φύλλα των δρυμών
Τόσο που η καρδιά του επαίτη σφίγγεται
Τα ρόδα του πετούν αγκάθια για τους χορτασμένους
Τα ρόδα του μυρίζουν αιωνιότητα
Τα ρόδα του κρύβουνε στις ίνες
Έντιμο αίμα που ζητάει εκδίκηση.

Χύσε φωτιά στο λάδι
Λόγχισε το βαρύ έγκυο νέφος
Όπου λουφάζει ο μόχτος της βροχής
Η αμυγδαλιά πλυμένη ανοίγεται αντιλάμποντας
Τα παιδιά ξεχύνουνται στους κάμπους
Οι φωνές τους δεν είναι πια κουρέλια
Είναι πολύχρωμα πανιά όπου κολπώνει ο αετός τη νίκη του.

 

XV
Atira fogo no azeite
e fogo no peito
O discurso da alma não é um recanto pacífico
A sorte assume uma estranha expressão de heliomante
Dança para a primavera
e a vertigem de maio em um mar de camomila
fende o tempo e tanto abre as folhas das florestas
que o pedinte sente o peito oprimindo
Suas rosas espinham os satisfeitos
Suas rosas se perfumam de eternidade
Suas rosas se escondem nas fibras
Sangue digno que pede vingança

Atira fogo no azeite
Fere com lança a nuvem gestante
onde se aquieta a torrente da chuva
A amendoeira lavada resplandece e se abre
Os rapazes se espalham pelos campos
Suas vozes não são mais farrapos
São velas coloridas onde a águia infla a sua vitória

 

 

XVI
Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο
Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν
Αεροβάτες
Το πως περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας
Ένας Θεός το ξέρει.

Φίλε μου όταν ανάβ’ η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη
Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται
Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη
Που όλο παρακαλείς
Κι όλο δεν κατεβαίνει
Χρόνια και χρόνια
Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.

Κι όμως του πόθου τ’ όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα
Κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά
Τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησες
Κοντεύεις να τη δεις σε περιμένει
Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή
Την περιλούσει με ιαχές θριάμβου.

Δώσε το χέρι σου – πριν συναχτούν πουλιά
Στους ώμους των ανθρώπων και το κελαηδήσουνε
Πως επιτέλους φάνηκε να ‘ρχεται από μακριά
Η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα!

Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!

 

XVI
De que pedra, de que sangue e ferro
De que fogo estamos feitos
e ainda que pareçamos uma simples nuvem
e nos lapidem e nos chamem
Iludidos
como vivemos dia e noite
só Deus sabe

Quando a noite, amigo, acende o teu elétrico sofrimento
contemplo a árvore do coração se espalhando
As tuas mãos abertas a uma ideia imaculada
que continuamente esconjuras
que nunca descende
por anos e anos
aquela lá em cima e tu aqui embaixo

Mas a visão do desejo um dia encarna
e onde antes brilhava um deserto
agora sorri uma cidade, bela como a quiseste
Quase a vês, ela te espera
dá-me a tua mão e vamos antes que a aurora
a inunde inteira com gritos de triunfo

Dá-me tua mão − antes que os pássaros
cantem pousados nas costas dos homens
que finalmente avistada ao longe
a Virgem Esperança chega do mar

Vamos juntos e que nos lapidem
que nos chamem de iludidos
Amigo, quantos jamais entenderam
com que ferro, com que pedra e sangue e fogo
sonhamos, cantamos, construímos!

 

 

XVII
Έπαιξα με το χιόνι του Χελμού
Μαύρισα μες στης Λέσβος τους ελαιώνες
Έριξα βότσαλα λευκά σε μια Μυρτώα θάλασσα
Έπλεξα πράσινα μαλλιά στης Αιτωλίας τη ράχη.

Τόποι που με του φεγγαριού το αλησμονάνθι
Και με του ήλιου τους χυμούς με θρέψατε
Σήμερα ονειρεύομαι για σας
Μάτια που να σας συντροφέψουν μ’ ένα φως καλύτερο.

Μάτια για έναν περίπατο καλύτερο
Οι νυχτιές χαλκεύουνε στα έγκατά σας
Ζωγραφιές ηράκλειες.
Εκείνος που θα βγει να πει: ορίζω τη ζωή
Δίχως ν’ αστροπελεκιστεί απ’ το θάνατο
Εκείνος που σε μια φουχτιά καθάριου αγέρα
Θα πει να γεννηθεί γυμνό ένα ρόδο
Και θα γεννηθεί

Εκείνος θα ‘χει μες στα στήθια του εκατό αιώνες
Μα θα είναι νέος
Νέος ωσάν φωνούλα νιόκοπου νερού
Που χύνεται από το πλευρό της μέρας
Νέος ωσάν βλαστάρι απείραχτου κλαδιού
Νέος χωρίς ρυτίδα γης μήτε ουρανού σκιά
Μήτε χαράς αμαρτωλού ευφροσύνη.

 

XVII
Brinquei com a neve do monte Kelmo
Tisnei o corpo entre os olivais de Lesbos
Atirei pedras brancas no mar de Mirtos
Trancei cachos verdes nas costas da Etólia

Lugares em que da flor inesquecível da lua
e dos sucos do sol me nutri
Hoje sonho por vós
Olhos que os acompanharam com luz melhor

Olhos por um passeio mais belo
As noites gravam no cobre das suas entranhas
hercúleas paisagens
Aquele que ousará dizer: determino a vida
não o fulminará a morte
Aquele que dirá: de um punho de ar
nasça uma rosa nua
a fará nascer

Aquele terá cem séculos no peito
Mas será jovem
Jovem como o coro da água recém-brotada
que de um lado do dia transborda
Jovem como o botão de um ramo intacto
Jovem sem ruga de terra, sem sombra de céu
Nem júbilo da alegria do pecador

 

 

XVIII
Ψηλά μ’ έναν πυρσό από στάχυα η λεβεντιά
Προχωρεί μες στα κύματα και τραγουδάει:

Ω παιδιά που με νιώθετε – πατριωτάκια του ήλιου
Με βέργες και παράξενα πουλιά στα χέρια
Με χλοερές καρδιές και μάτια καθαρά
Που ακούτε από τις παραλίες την ανατολή να βουίζει
Ζεσταίνοντας στην αγκαλιά σας ένα φως απέραντο
Από την άκρη τ’ ουρανού ως το βάθος της καρδιάς
Με πείσμα πορφυρό – πατριωτάκια του ήλιου
Που λέτε: ο μόνος δρόμος είναι η ανατολή!

Της ελιάς και της συκιάς και του κυπαρισσιού
Των αμπελιών των ξεροπόταμων και των μεγάλων τρούλων
Η γη ακουμπάει από τη μια μεριά στην όχθη των ονείρων σας
Ακούστε με είμαι από τους δικούς σας δώστε μου ένα χέρι
Που ν’ αγαπάει μεμιάς να κόβει τα ολόκληρα όνειρα
Να κολυμπάει ελεύθερα στα νιάτα των νεφών.

Η γη μιλάει κι ακούγεται απ’ το ρίγος των ματιών.

 

XVIII
No alto, com uma tocha de espiga, a coragem
avança entre as ondas e canta:

Jovens que me conhecem – patriotas do sol –
com varas e estranhos pássaros nas mãos
com corações relvosos e olhos sinceros
que das praias escutam o zumbir do levante
aquecendo no vosso colo uma luz infinita
do extremo do céu ao coração profundo
Com purpúrea obstinação – patriotas do sol –
que dizem: o único caminho é o levante

A terra da oliveira e da figueira e do cipreste
Das vinhas, dos rios secos e das grandes cúpulas
repousa nesta margem dos nossos sonhos
Escuta, sou dos vossos, estende a mão
que queira cortar de um talho o sonho de todos
para nadar livremente na juventude das nuvens

A terra fala, ouvida pelo tremular dos olhos

 

 

tan editorial

Idealizada por Thomaz Albornoz Neves, a chancela tan ed. reúne títulos  de autores cisplatinos e afins. São obras de fotografia, arte, poesia, ensaio e relato escritas em português e espanhol (com alguma pitada de portunhol). O empreendimento é solitário, sazonal e sem fins lucrativos. Os livros têm a mesma identidade gráfica e são, na sua maioria, ilustrados com desenhos do editor. A tiragem varia entre 75 e 300 exemplares numerados.